- εισδρομή
- εἰσδρομή και ἐσδρομή, η (Α)εισβολή, επιδρομή.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εἰσδρομή — inroad fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰσδρομῆς — εἰσδρομή inroad fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰσδρομήν — εἰσδρομή inroad fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐσδρομῇ — εἰσδρομή inroad fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐσδρομήν — εἰσδρομή inroad fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρεισδρομή — ἡ, Μ λαθραία είσοδος, το να μπει κάποιος χωρίς να γίνει αντιληπτός. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + εἰσδρομή «εισβολή, έφοδος»] … Dictionary of Greek